δαύχνα

δαύχνα
δαύχνα, Thess.,
A = δάφνη, found only in compds. (cf. ἀρχιδαυχναφορέω) :—hence [full] δαυχνοφόρος, = δαφνηφόρος, cj. in Alcm.17: [full] Δαυχναφόριος, , prob. epith. of Apollo in Cyprus, Ber.Sächs.Ges.1908.3; cf. [full] Δαυχναῖος, patron. fr. Δαύχνας, IG9(2).1228.26. (Perh. akin not to δάφνη, but to δαῦκος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • Δαυχναφόριος — Δαυχναφόριος, ο (Α) πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακή λ. < *δαύχνα (παράλληλος τ. τού δάφνη*, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + φόριος < φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)] …   Dictionary of Greek

  • δαυχνοφόρος — δαυχνοφόρος, ον (Α) ο δαφνοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαύχνα, παράλληλος τ. τού δάφνη* που απαντά μόνο σε σύνθετα, + φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)] …   Dictionary of Greek

  • augh-, ugh- —     augh , ugh     English meaning: nape     Deutsche Übersetzung: “Genick”     Material: Charpentier KZ. 46, 42 places together O.Ind. uṣṇíhü f. “ neck “ (only pl.) and Gk. αὐχήν “ nape, throat, straits “. In uṣṇíhü before lies diminutive… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”